- μονόκωλος
- μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, -ον (Α)1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κώλο5. (για λόγο) μονότονος, χωρίς ποικιλία6. (για έθνος) αυτό που αποτελείται από ένα μόνο είδος7. το αρσ. ως ουσ. ὁ μονόκωλοςεπίδεσμος προορισμένος για ένα σκέλος.επίρρ...μονοκώλως (Α)μονότονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -κωλος (< κῶλον)].
Dictionary of Greek. 2013.